- μπηχτός
- η , ό воткнутый, вонзённый; вбитый, вколочен- ный;
§ τουφεκιά μπηχτή — неприцельный выстрел (по движущейся мишени);
γροθιά μπηχτή — сильный удар кулаком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τουφεκιά μπηχτή — неприцельный выстрел (по движущейся мишени);
γροθιά μπηχτή — сильный удар кулаком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπηχτός — ή, ό (Μ μπηκτός και μπηχτός, ή, όν) [μπήγω] αυτός που έχει μπηχτεί, μπηγμένος, καρφωμένος, σφηνωμένος νεοελλ. 1. (το θηλ. ως επίθ. αλλά και ως ουσ. κατά παράλειψη τού γροθιά) αυτός που καταφέρεται σε κάποιον βίαια («τού έδωσα μια [γροθιά]… … Dictionary of Greek
μπηχτός — ή, ό μπηγμένος, καρφωμένος: Κρέμασε τα κάδρα σε μπηχτά καρφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπηχτή — η βλ. μπηχτός … Dictionary of Greek